- ῥυσόν
- ῥῡσόν , ῥυσόςshrivelledmasc acc sgῥῡσόν , ῥυσόςshrivelledneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φάσκο — το / φάσκον, ΝΜΑ νεοελλ. κοινή ονομασία βρύου τών δένδρων αρχ. είδος λειχήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., που δηλώνει αφ ενός το φυτό ελελίσφακος, τη φασκομηλιά, και αφ ετέρου ένα είδος λειχήνα, ο οποίος φύεται στις δρυς, δύο φυτά που έχουν ως … Dictionary of Greek
φαρκίς — ῑδος, ἡ, Α ρυτίδα, ζαρωματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνια λ., αβέβαιης ετυμολ.. Κατά μία άποψη η λ. ανάγεται στη ρίζα *bher «χτυπώ, τρίβω» (πρβλ. φάρος [III]) με ουρανική παρέκταση k και επίθημα ίς, ῖδος (πρβλ. κηλ ίς, σφραγ ίς) και συνδέεται με το λιθουαν.… … Dictionary of Greek
φορκός — ή, όν, Α (ποιητ. τ.) (κυρίως το ουδ.) φορκόν (κατά τον Ησύχ.) «λευκόν, πολιόν, ῥυσόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φορκός, το οποίο απαντά μόνο στη γλώσσα τού Ησύχ. και σε κάποια ονόματα θεών (πρβλ. Φόρκος, Φορκίδες, Φόρκυς), ανάγεται, κατά την… … Dictionary of Greek
bherǝk̂ -, bhrēk̂ - — bherǝk̂ , bhrēk̂ English meaning: to shine Deutsche Übersetzung: “glänzen” Note: equivalent with bherǝĝ , bhrēĝ ds. (see there, also because of ambiguous words) Material: O.Ind. bhrü s atē “blazes, shines” (uncovered); Gk.… … Proto-Indo-European etymological dictionary